σάρωθρο

σάρωθρο
το / σάρωτρον, ΝΜ
η σκούπα
νεοελλ.
φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» — απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα
β) «μηχανικό σάρωθρο»
τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ(-ώνω) + επίθημα -τρον / -θρο (πρβλ. στέγασ-τρον, βάρα-θρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κόρηθρο — το (Α κόρηθρον) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. 1. δέσμη από φτερά προσαρμοσμένα σε στέλεχος, φτερό ξεσκονίσματος 2. ξεσκονιστήρι 3. εργαλείο που αποτελείται από ράβδο η οποία έχει στο ένα άκρο της κυλινδρική βούρτσα από σκληρές τρίχες και το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… …   Dictionary of Greek

  • κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… …   Dictionary of Greek

  • κόσμητρον — κόσμητρον, τὸ (Α) σάρωθρο, σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κοσμη (πρβλ. ἐ κόσμη σα, αόρ. τού κοσμῶ) + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγη τρον, φόβη τρον)] …   Dictionary of Greek

  • μυλήκορον — μυλήκορον, τὸ (Α) 1. σκούπα για καθαρισμό μύλου 2. (γενικά) σκούπα, σάρωθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος «σκούπα»] …   Dictionary of Greek

  • σάρον — τὸ, Α [σαίρω (ΙΙ)] 1. σκούπα, σάρωθρο 2. σκουπίδι 3. φύκος τής θάλασσας («πόντοιο κακὸν σάρον», Καλλ.) 4. μτφ. (με κωμ. σημ.) γριά γυναίκα («παλαιὸν οἰ κίας σάρον», Ίων Χ.) …   Dictionary of Greek

  • σάρωμα — το, ΝΑ [σαρῶ( ώνω)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαρώνω νεοελλ. 1. σκούπα, σάρωθρο 2. κοινή ονομασία πολλών φυτών αρχ. σκουπίδι …   Dictionary of Greek

  • σάρωτρον — τὸ, Μ βλ. σάρωθρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”